- φοινικιστης
- φοινικιστήςφοινῑκιστής-οῦ ὅ [φοῖνιξ II] носящий багряницу, порфироносец (персидский вельможа, имевший право на ношение пурпурной одежды) Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φοινικιστής — φοινῑκιστής , φοινικιστής dyer of purple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικιστής — (I) ὁ, ΜΑ αυτός που βάφει διάφορα αντικείμενα με πορφυρό χρώμα αρχ. (στους Πέρσες) αυτός που φορούσε πορφυρή εσθήτα, γεγονός που δήλωνε ότι ανήκε στην ανώτατη τάξη, ότι κατείχε υψηλά αξιώματα, σατράπης, ηγεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οινικός … Dictionary of Greek
φοινικιστήν — φοινῑκιστήν , φοινικιστής dyer of purple masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)